παρεκδέχομαι
English (LSJ)
take in a wrong sense, misconstrue, M.Ant.5.6, Anon.in Tht.19.46.
German (Pape)
[Seite 513] (s. δέχομαι), anders oder falsch aufnehmen und auslegen, mißdeuten, M. Ant. 5, 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
interpréter mal ou d'une autre manière.
Étymologie: παρά, ἐκδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκδέχομαι: ἐκλαμβάνω ἐσφαλμένως, νοῶ κακῶς, «παρανοῶ», Μ. Ἀντωνῖν. 5. 6, Εὐσ.
Greek Monolingual
Α
εκλαμβάνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι λανθασμένα, παρανοώ, παρερμηνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκδέχομαι «δέχομαι, εκλαμβάνω, ερμηνεύω»].