ἀμφικρύπτω

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.

Greek Monotonic

ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.

Middle Liddell


to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.