σιδηροκόλεος
English (LSJ)
σιδηροκόλεον, iron-sheathed, μάχαιρα PCair.Zen.54.41 (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτοκόλεος)].
σιδηροκόλεον, iron-sheathed, μάχαιρα PCair.Zen.54.41 (iii B.C.).
-ον, Α
(για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτοκόλεος)].