μουσόμαντις

Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὄρνις, bird of prophetic song, Ar.Av.276, cf. A.Fr.60.

German (Pape)

[Seite 211] weissagend; Aesch. frg. 52; ὄρνις, ein durch Gesang weissagender Vogel, Ar. Av. 276, Schol. erkl. κομπώδης.

Russian (Dvoretsky)

μουσόμαντις: εως adj. прорицающий своим пением, вещий (ὄρνις Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσόμαντις: ὄρνις, πτηνὸν οὗ τὸ ᾆσμα προφητικόν, Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 276.

Greek Monolingual

μουσόμαντις, ὁ (Α)
φρ. «μουσόμαντις ὄρνις» — πτηνό του οποίου το άσμα ήταν προφητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μάντις.