μουσόμαντις
English (LSJ)
ὄρνις, bird of prophetic song, Ar.Av.276, cf. A.Fr.60.
German (Pape)
[Seite 211] weissagend; Aesch. frg. 52; ὄρνις, ein durch Gesang weissagender Vogel, Ar. Av. 276, Schol. erkl. κομπώδης.
Russian (Dvoretsky)
μουσόμαντις: εως adj. прорицающий своим пением, вещий (ὄρνις Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσόμαντις: ὄρνις, πτηνὸν οὗ τὸ ᾆσμα προφητικόν, Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 276.
Greek Monolingual
μουσόμαντις, ὁ (Α)
φρ. «μουσόμαντις ὄρνις» — πτηνό του οποίου το άσμα ήταν προφητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μάντις.