γλύκων

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ωνος, ὁ, sweet one: ὦ γλύκων you dear sílly creature! Ar. Ec.985.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
dulce amigo en sent. irón., Ar.Ec.985
def. como εὐήθης Hsch., EM 235.6G., Phot.γ 155.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύκων -ωνος, ὁ γλυκύς alleen in vocat. lieve schat. Aristoph. Eccl. 985 (iron.).

German (Pape)

ὦ, als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. Eccl. 985.

Russian (Dvoretsky)

γλύκων: (ῠ) ὁ милый друг (только voc. ὦ γ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

γλύκων: ὁ, ὁ γλυκύς, ὦ γλύκων, ὡς τὸ ὦ γλυκύτατε (γλυκὺς I. 2), προσφώνησις οἰκειότητος περιλαμβάνουσα καὶ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ καλούμενος φίλος εἶναι εὐήθης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 985.

Greek Monolingual

γλύκων, ο (Α)
ειρων. απονήρευτος, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα Γλύκων (πρβλ. πλατύς- Πλάτων), απ' όπου προήλθε και το επίθ. γλυκώνειος].