ζωαλκές, life-preserving, χείρ, of Παιάν, IG14.1015.
ζωαλκής, -ές (Α)επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αναλκής, υπεραλκής].