υπεραλκής

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. ἀναλκής].