υπεραλκής

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. ἀναλκής].