γαλακτουργός

Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

γαλακτουργόν, making milkdishes, Parmenion ap.Ath.13.608a.

Spanish (DGE)

-όν que hace lacticinios ἄνδρες Parmenio en Ath.608a.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, der Milchspeisen bereitet, bei Ath. XIII, 608 a.

Greek (Liddell-Scott)

γαλακτουργός: -όν, ὁ παρασκευάζων ἐδέσματα ἐκ γάλακτος, Παρμενίδ. παρ’ Ἀθην. 608Α. ― γαλακτουργία, ἡ, ἴδε Λεξ. Κουμ.

Greek Monolingual

γαλακτουργός, ο (Α)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)].