ἡδυσώματος

Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῠ], ον<, of sweet form, opp. ἡδυγνώμων, X.Smp.8.30.

German (Pape)

[Seite 1154] mit angenehmem Leibe, Gegensatz ἡδυγνώμων, Xen. Conv. 8, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au corps charmant.
Étymologie: ἡδύς, σῶμα.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠσώμᾰτος: обладающий красивым телом (Γανυμήδης Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυσώμᾰτος: -ον, ἔχων ὡραῖον σῶμα, ἀντίθ. ἡδυγνώμων, Ξεν. Συμπ. 8, 30.

Greek Monolingual

ἡδυσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. του ἡδυγνώμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -σώματος (< σώμα), πρβλ. ασώματος, φιλοσώματος].