ἡδυσώματος
English (LSJ)
[ῠ], ον<, of sweet form, opp. ἡδυγνώμων, X.Smp.8.30.
German (Pape)
[Seite 1154] mit angenehmem Leibe, Gegensatz ἡδυγνώμων, Xen. Conv. 8, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au corps charmant.
Étymologie: ἡδύς, σῶμα.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠσώμᾰτος: обладающий красивым телом (Γανυμήδης Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυσώμᾰτος: -ον, ἔχων ὡραῖον σῶμα, ἀντίθ. ἡδυγνώμων, Ξεν. Συμπ. 8, 30.
Greek Monolingual
ἡδυσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. του ἡδυγνώμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -σώματος (< σώμα), πρβλ. ασώματος, φιλοσώματος].