συγκακουχέομαι

Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Pass., endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.

German (Pape)

[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être maltraité avec ou de même que, τινι.
Étymologie: σύν, κακουχέω.

Russian (Dvoretsky)

συγκακουχέομαι: NT = συγκακοπαθέω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.

Greek Monotonic

συγκᾰκουχέομαι: Παθ., υπομένω τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, συμπάσχω, τινι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


Pass. to endure adversity with another, τινι NTest.

Chinese

原文音譯:sugkakoucšw 尋格-卡克-烏黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-邪惡-有
字義溯源:同受虐待,同受苦害,同受災禍;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κακουχέω)=虐待)組成,而 (κακουχέω)由(κακός)*=卑劣的)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 同受苦害(1) 來11:25