ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
P. and V. δυσπραξία, ἡ, πάθος, τό, παθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, V. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, P. δυσδαιμονία, ἡ, δυστυχία, ἡ; see misfortune.