πολυέραστος

Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πολυέραστον, much-loved, X.Ages. 6.8 (Sup.), D.S.37.2.

German (Pape)

[Seite 662] vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très aimé.
Étymologie: πολύς, ἐράω.

Russian (Dvoretsky)

πολυέραστος: горячо любимый Xen., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέραστος: -ον, ὁ πολὺ ἐραστός, ἀγαπητός, Ξεν. Ἀγησ. 6, 8, Διόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 391. 41.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξιέραστος, φιλέραστος].

Greek Monotonic

πολυέραστος: -ον, πολύ αγαπητός, σε Ξεν.

Middle Liddell

πολυ-έραστος, ον,
much-loved, Xen.