κιναιδία
English (LSJ)
ἡ, = κιναιδεία, Aeschin.2.99, Luc.Demon.50, D.C.45.26.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, das unzüchtige Leben u. Treiben eines κίναιδος, unnatürliche Wollust; neben αἰσχρουργία Aesch. 2, 99; Luc. Dem. 50.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
débauche contre nature.
Étymologie: κίναιδος.
Russian (Dvoretsky)
κῐναιδία: ἡ кинедия, противоестественный разврат Aeschin., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδία: ἡ, = κιναιδεία, Αἰσχίν. 41. 13, Λουκ.
Greek Monolingual
κιναιδία, ἡ (Α) κίναιδος
1. κιναιδεία
2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά.
Greek Monotonic
Middle Liddell
κῐναιδία, ἡ,
lust, Aeschin., Luc. [from κῐ́ναιδος]