δαφοινήεις

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

εσσα, εν, later form of δαφοινός, Nonn. D. 1.425.

Spanish (DGE)

(δᾰφοινήεις) -εσσα, -εν
1 rojo como la sangre χαλινός Nonn.D.15.184, cf. 20.107, δ. πρόσωπον rostro inyectado en sangre de Tifeo, Nonn.D.1.425
de donde sangriento, ensangrentado ὀδούς del dragón que mató Cadmo, Nonn.D.4.361, cf. 37.518, θηροκτόνος ἅρπη Nonn.D.47.541, cf. 22.371, ὄνειρος Nonn.D.44.48.
2 sanguinario, sediento de sangre, causante de muerte ἡγεμονῆες Nonn.D.26.100, fig. κυδοιμός Nonn.D.14.355.

German (Pape)

[Seite 525] εσσα, εν, = folgdm, Nonn. D. 1, 425 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰφοινήεις: εσσα, εν, μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 425· πρβλ. φοινήεις.

Greek Monolingual

δαφοινήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δαφοινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δα- + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. του φοινός «κόκκινος»].