κρυμοπαγής

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κρυμοπαγές, frost-congealing, Βορέης Orph.H.80.2.

German (Pape)

[Seite 1515] ές, durch Eiskälte, Frost erstarren od. gefrieren machend; Boreas, Orph. H. 79, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρῡμοπᾰγής: -ές, πηγνύων διὰ τοῦ ἑαυτοῦ ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2.

Greek Monolingual

κρυμοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχοςκρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. γυιοπαγής, δροσοπαγής].