γυιοπαγής

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπᾰγής Medium diacritics: γυιοπαγής Low diacritics: γυιοπαγής Capitals: ΓΥΙΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gyiopagḗs Transliteration B: guiopagēs Transliteration C: gyiopagis Beta Code: guiopagh/s

English (LSJ)

γυιοπαγές, stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.

Spanish (DGE)

(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπᾰγής: сковывающий члены (νιφάς Anth.).

Greek Monolingual

γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.

Middle Liddell

γυῖον, πήγνυμι
stiffening the limbs, Anth.