δροσοπαγής
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
δροσοπαγές, dew-nourished, Ph.Byz.Mir.1.
Spanish (DGE)
-ές terso por el rocío τὰ πέταλα Ph.Byz.Mir.1.4.
German (Pape)
[Seite 668] ές, durch Thau gestärkt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δροσοπᾰγής: -ές, δροσόπηκτος, δρόσῳ τρεφόμενος ἢ τραφείς, Φίλων 7, Θεαμ. 1.