ξυλοπέδη

Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, log of wood tied to the feet, Aq.Jb.13.27,33.11.

German (Pape)

[Seite 281] hölzerner Fußblock, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπέδη: ἡ, ξύλινος δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.

Greek Monolingual

ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ)
ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].