τό, Dim. of σῆστρον, PFay. 118.20 (ii AD).
τὸ, Αμικρό σῆστρον, κοσκινάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆστρον «κόσκινο» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βιβλίδιον)].