βιβλίδιον
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῑδ], τό, Dim. of βιβλίον, D.56.1, Plb.23.2.5 (βυβλ-), SIG663.20 (Delos, iii/ii B. C.), AP12.208 (Strat.), Antiph.162: βιβλείδιον, τό, petition, Lat. libellus, POxy.1032.4 (ii A. D.), etc.; ἐπὶ βιβλειδίων = Lat. a libellis, IG14.1072:—written βυβλείδιον Demetr. Lac.Herc.1012.35F., 1013.12F.
German (Pape)
[Seite 444] τό, dim. von βιβλίς, Dem. 56, 1; Pol. 24, 2; Plut. öfter, z. B. Brut. 13; Strat. 50 (XII, 208).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβλίδιον -ου, τό, demin. van βιβλίον, boekje.
Russian (Dvoretsky)
βιβλίδιον: (ῑ) τό книжечка или письмецо Dem. etc.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλίδιον: [ῑδ], τό, ὑποκορ. τοῦ βιβλίς, Δημ. 1283, 5, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 208, Ἀντιφ. Μύλ. 1· ὡσαύτως βιβλιδάριον, τό, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 596.
Greek Monolingual
βιβλίδιον, το (Α)
μικρό βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βιβλῖδιον πιθ. με συναίρεση < βιβλι- ίδιον υποκορ. του βιβλίον.
Greek Monotonic
βιβλίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του βίβλος, σε Δημ., Ανθ.