σωματοφυής

Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σωματοφυές, corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφυής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση.
επίρρ...
σωματοφυῶς Α
σύμφωνα με τη φύση του σώματος («οὔτε τρεῖς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατοφνής, τριχοφυής].