ὑλικός
English (LSJ)
[ῡ], ή, όν, (ὕλη)
A of or belonging to matter, material, ὑλικὴ οὐσία Arist.Metaph.1044a15, 1049a36, Stoic.2.144, etc.; ὑ. ἀρχή Arist.PA640b5: τὸ ὑ. Id.Metaph.1035a8, Plot.1.6.5: Comp., Id.3.5.9. Adv. ὑλικῶς, opp. ἐντελεχείᾳ, Arist.Metaph.1078a31:—cf. ὕλη III.2.
II Subst. ὑλικόν, τό, perhaps woodwork, εἰς τὰν ἐπισκενὰν τῶν τάφων κ[αὶ τοῦ] ὑλικοῦ Annuario 8/9.322 (Rhodes, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1177] materiell, körperlich, Sp.; οὐσία, Arist. metaph. 7, 4, oft, wie S. Emp.; bei K. S. weltlich.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 matériel, corporel ; τὸ ὑλικόν ARSTT la matière, p. opp. à la forme, τὸ αἰτιῶδες;
2 charnel ; impur.
Étymologie: ὕλη.
Russian (Dvoretsky)
ὑλικός: филос. вещественный, материальный (οὐσία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλικός: -ή, -όν, (ὕλη) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ὕλην, ὑλικὴ οὐσία Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 4, 1., 8. 7. 7· ὑλ. ἀρχὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 20· τὸ ὑλικὸν αὐτόθι 6. 10, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ ἐντελεχείᾳ, αὐτόθι 12, 3, 10· - πρβλ. ὕλη IV. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐγκόσμιος, ἀνήκων εἰς τὸν ὑλικὸν κόσμον.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὕλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.)
2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον άφθαρτο (α. «ἐξ ἀσωμάτου καὶ ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου ψυχῆς, καὶ ἐξ ὑλικοῦ καὶ ὁρωμένου τετραστοίχου σώματος συγκείμενον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. σαρκικός, σωματικός, σε αντιδιαστολή με τον ψυχικό και τον πνευματικό (α. «υλικές απολαύσεις» β. «πολὺν παρέχει περισπασμὸν τῇ ψυχῇ ἡ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων φροντίς τε καὶ ἐπιμέλεια», Βασ.)
4. φρ. «υλική αιτία»
(κατά τον Αριστοτ.) η ύλη από την οποία είναι δημιουργημένο ένα πράγμα, όπως λ.χ. ένα κομμάτι μπρούντζου για την κατασκευή ενός αγάλματος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. η ύλη από την οποία αποτελείται ή είναι κατασκευασμένο κάτι ή από την οποία μπορεί να κατασκευαστεί ή να παραχθεί κάτι (α. «κύριο υλικό της κατασκευής αυτής είναι το γυαλί» β. «δομικά υλικά» γ. «στα φαγητά και στα γλυκά του χρησιμοποιεί πάντοτε αγνά υλικά»)
2. φρ. α) «αναλώσιμα υλικά»
(τεχνολ.-οικον.) τα υλικά που χρησιμοποιούνται και ενσωματώνονται σε ένα προϊόν
β) «αδρανή υλικά»
τεχνολ. βλ. αδρανής
γ) «ανακύκλιση [ή ανακύκλωση] υλικών»
τεχνολ. η ανάκτηση και επαναφορά σε χρήση υλικών που προέρχονται από μεταχειρισμένα προϊόντα
δ) «αντοχή υλικών»
φυσ. κλάδος της εφαρμοσμένης μηχανικής, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και εκτίμηση τών καταπονήσεων και παραμορφώσεων και, γενικά, της συμπεριφοράς τών υλικών υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων, για την εξασφάλιση της αντοχής και της ευστάθειας τών κατασκευών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα υλικά αυτά
ε) «έμψυχο υλικό»
στρ. το σύνολο τών ανδρών στρατού, στόλου ή αεροπορίας
στ) «άψυχο υλικό»
στρ. ο οπλισμός, τα μεταφορικά μέσα, οι τροφές, τα τηλεπικοινωνιακά μηχανήματα
ζ) «υλικό πολέμου» — τα αναγκαία για τον πόλεμο
η) «τροχαίο υλικό»
τεχνολ. βλ. τροχαίος
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλικά
τα πράγματα που αποτελούνται από ύλη (α. «ἡ θεία σοφία γινώσκουσα, γνώσεται πάντα, ἀΰλως τὰ ὑλικά, καὶ ἀμερίστως τὰ μεριστά», Διον. Αρεοπ.
β. «διὰ ψευδολογίας καὶ τῆς πολλῆς περὶ τὰ ὑλικὰ προσπαθείας οὐδὲ ἔτι τῶν μεγάλων θεωρεῖν ἠνέσχοντο», Βασ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ξύλινη κατασκευή, ξύλινο τμήμα έργου («εἰς τὰν ἐπισκευὰν τῶν τάφων κ[αἱ τοῦ] ὑλικοῦ», επιγρ. Ρόδου).
επίρρ...
υλικώς / ὑλικῶς ΝΜΑ, και υλικά Ν
με υλικό τρόπο.