δερμύλλω

Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= φλάω, Sch.Ar.Nu.734; cf. δερκύλλειν.

Spanish (DGE)

desollar sent. obsc. masturbar ἑαυτόν Sch.Ar.Nu.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.

German (Pape)

[Seite 549] die Haut zurückziehen, τοῦ πέους Schol. Ar. Nubb. 724.

Greek (Liddell-Scott)

δερμύλλω: φλάω, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 731.

Greek Monolingual

δερμύλλω (Α)
έχω στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) -ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα του Ησυχίου «δερμύλλει
αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»].