-ατος, τό, prop, support, Hp. Off.25.
[Seite 1032] τό, die Stütze, = ἕρμα, Hippocr.
ἕρμασμα: τό, στήριγμα, ἔρεισμα, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 749· πρβλ. ἕρμα.
ἕρμασμα, τὸ (Α) ερμάζωστήριγμα, έρεισμα.