προσβλαβές, hurtful, Phld.Rh.1.375 S.
[Seite 753] ές, schädlich, zw.
-ές, Αβλαβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επιβλαβής].