ἀποχειροτονία
English (LSJ)
ἡ, deposition of an official, D.58.28.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ destitución D.58.28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rejet par un vote à main levée.
Étymologie: ἀποχειροτονέω.
German (Pape)
ἡ, das Verwerfen durch Abstimmung mit Handaufheben. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχειροτονία: ἡ отклонение большинством голосов Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχειροτονία: ἡ, τὸ ἀποχειροτονεῖν, Δημ. 1330. 28.
Greek Monolingual
ἀποχειροτονία, η (Α)
απόρριψη που εκφράζεται με ανάταση των χεριών στην εκκλησία του δήμου ή στα δικαστήρια.
Greek Monotonic
ἀποχειροτονία: ἡ, αποδοκιμασία, απόρριψη που εκφράζεται δι' ανατάσεως των χειρών, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀποχειροτονέω
rejection by show of hands, Dem.