ἀποχειροτονέω
English (LSJ)
A vote by show of hands away from; and so,
I vote a charge away from one, acquit him, τινός D.21.214.
II reject as unfit, ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din.3.15, cf. Arist. Ath.49.1; αὑτὸν ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Nic.8: metaph., ἀ.τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα you vote his poetry devoid of sweetness, Max.Tyr.23.5.
2 supersede, depose, τὸν στρατηγόν D.23.168, cf.Arist.Ath.61.2:—Pass., D.49.9, Hp.Ep.10.
3 abrogate, annul, τὰς συνθήκας D.23.172:—Pass., of laws, Id.24.21; of a peace, to be rejected, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Ar.Pax668.
III ἀ. μὴ φίλι' εἶναι.. vote that a thing is not.., D.24.12; μὴ μισθοῦν τοὺς οἴκους Is.6.37; ἀ. τῶν δικαστῶν ἁς οὐδὲν αὐτοῖς προσῆκεν ib.45.
Spanish (DGE)
A c. ac. votar en contra de
I c. suj. colect.
1 c. ac. de pers. deponer, destituir por votación αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din.3.15, (τὸν στρατηγόν) D.23.168, τινα Arist.Ath.49.1, 61.2, en v. pas. ὑφ' ὑμῶν στρατηγός D.49.9, cf. 58.28
•fig. descalificar ἀποχειροτονεῖς τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα declaras al hombre incapaz de deleitar Max.Tyr.17.5.
2 c. ac. de abstr. rechazar por votación τὰς συνθήκας D.23.172, αὐτοῦ τινα γνώμην Thphr.Fr.133, en v. pas., la Paz, Ar.Pax 667, τινες τῶν νόμων D.24.21.
3 c. or. complet. oponerse por votación μὴ μισθοῦν τοὺς οἴκους Is.6.37, cf. D.24.12, ὡς οὐδὲν αὐτοῖς προσῆκον Is.6.45.
II c. suj. individual privar del cargo, destituir αὑτὸν ἀποχειροτονήσαντα τῆς ἀρχῆς Plu.Nic.8, τοὺς ἱερεῖς Dion.Ar.Ep.M.3.1096A, en v. pas. ἀποκεχειροτονῆσθαι βασιλείας Ἀρχέλαον ὑφ' ἑαυτοῦ I.BI 2.32, cf. Leo Mag.Ep.32 (p.42).
B c. gen. absolver con el voto Μειδίου D.21.214.
German (Pape)
[Seite 336] 1) durch Abstimmen mit Händeaufheben verwerfen, Ar. Pax 560; νόμοι ἀπεχειροτονήθησαν Dem. 24, 4. 7. 26, 4; μὴ φίλια εἶναι 24, 12, das Schiff für gute Prise erklären; absetzen, στρατηγόν 23, 167; αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din. 3, 16. – 2) durch solches Abstimmen los-, freisprechen, Μειδίου, den Midias, Dem. 21, 214.
French (Bailly abrégé)
ἀποχειροτονῶ :
rejeter ou écarter par un vote à main levée : τινα τῆς ἀρχῆς qqn du pouvoir.
Étymologie: ἀπό, χειροτονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχειροτονέω:
1 (поднятием руки), голосовать против, отклонять, (τι Arph.);
2 отменять голосованием (νόμοι ἀπεχειροτονήθησαν Dem.);
3 голосовать против избрания или за смещение, отводить (τινα и τινα τῆς ἀρχῆς Plut.);
4 постановлять, решать (τι μὴ εἶναι Dem.);
5 голосовать против обвинения, выносить оправдательный приговор (τινος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχειροτονέω: ἀπομακρύνω τι διὰ χειροτονίας, ἑπομένως, Ι. διὰ τῆς ψήφου μου ἀπομακρύνω κατηγορίαν τινα ἀπό τινος, κηρύττω αὐτὸν ἀθῶον, τινὸς Δημ. 583. 1. ΙΙ. ἀπ. τινα ἀπὸ τῆς ἐπιμελείας, ἀπορρίπτω τινὰ ὡς ἀκατάλληλον διὰ τὸ ὑπούργημα, ὁ δῆμος… ἀπεχειροτόνησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Δείναρχ. 110.12· αὑτὸν ἀπ. τῆς ἀρχῆς Πλουτ. Νικ. 8: - μεταφ., ἀποχειροτονεῖς τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα, διὰ τῆς ψήφου σου κρίνεις ὅτι τοῦ ἀνδρὸς ἡ ποίησις δὲν ἔχει ἡδύτητα, Μάξ. Τύρ. 23. 5. 2) παύω τῆς ἀρχῆς, ἀπεχειροτονήσατε μὲν τὸν στρατηγὸν Δημ. 676. 10· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπιχειροτονέω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394. 395: - Παθ., ἐπειδὴ δὲ ἀπεχειροτονήθη μὲν ὑφ’ ὑμῶν ὁ στρατηγός, διὰ τὸ μὴ περιπλεῦσαι Πελοπόννησον Δημ. 1187. 3: - παρ’ Ἐκκλ., καθαιρῶ τινα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀξιώματος. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φέρω ψῆφον ἐναντίον τινός, ἀπορρίπτω διὰ τῆς ψήφου, τὴν εἰρήνην Ἀριστοφ. Εἰρ. 667: λύω, ἄκυρον ποιῶ, ἀκυρῶ, τοὺς νόμους παρὰ Δημ. 706. 17· τὰς συνθήκας ὁ αὐτ. 678.1. ΙΙΙ. ἀπ. τι μὴ εἶναι…, διὰ ψήφου, ἀποφαίνομαι ὅτι δὲν εἶναί τι…, ὡς ἀπεχειροτονήσαθ’ ὑμεῖς μὴ φίλι’ εἶναι ὁ αὐτ. 703. 24· πρβλ. Ἰσαῖον 60. 4· ἀπ. τινὸς ὡς οὐδὲν αὐτῷ προσήκει ὁ αὐτ. 60. 40: - Πρβλ. ἀποψηφίζομαι.
Greek Monotonic
ἀποχειροτονέω: μέλ. -ήσω, απομακρύνω κάτι δια χειροτονίας και, συνεπώς,
I. απομακρύνω με την ψήφο μου κάποια κατηγορία από κάποιον, τον κηρύσσω αθώο, με γεν., σε Δημ.
II. 1. με αιτ., ἀποχειροτονέω τινὰ τῆς ἀρχῆς, καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του, του αφαιρώ την εξουσία του, σε Πλούτ.
2. λέγεται για πράγματα, καταψηφίζω, απορρίπτω, ακυρώνω, σε Αριστοφ., Δημ.
III. ἀποχειροτονέω τι μὴ εἶναι, δηλώνω με την ψήφο μου ότι κάτι δεν ισχύει, σε Δημ.
Middle Liddell
I. to vote a charge away from one, acquit him, c. gen., Dem.
II. c. acc., ἀπ. τινα τῆς ἀρχῆς to depose him from the command, Plut.
2. of things, to vote against, reject, annul, Ar., Dem.
III. ἀπ. τι μὴ εἶναι to vote that a thing is not, Dem.