ανάταση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἀνάτασις) ανατείνω
η ενέργεια του ανατείνω, η τάση προς τα επάνω, ανύψωση
νεοελλ.
1. μτφ. ψυχική μεταρσίωση, έξαρση του πνεύματος
2. (Γυμν.) άσκηση στην οποία ο ασκούμενος υψώνει τα χέρια του κατακόρυφα προς τα επάνω με τις παλάμες στραμμένες προς τα μέσα
αρχ.
1. εξάπλωση, άπλωμα
2. ένταση, επίταση
3. αγέρωχη στάση, αλαζονεία
4. το να υπομένει κανείς την πείνα, εγκράτεια, νηστεία.