λαθοσύνα

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor., = λήθη, E.IT1279 (lyr., s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. p. *ληθοσύνη;
oubli.
Étymologie: λήθη.

Greek Monolingual

λαθοσύνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) λήθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- (πρβλ. ἔλαθ-ον, αόρ. β' του λανθάνω) + συνδετικό φωνήεν -ο- + κατάλ. -σύνη (πρβλ. δικαιοσύνη, κερδοσύνη)].

Russian (Dvoretsky)

λᾱθοσύνα: ἡ дор. Eur. = *ληθοσύνη.