νεόσπορος

Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νεόσπορον, newly sown, κῦμα A.Eu.659.

German (Pape)

[Seite 244] neu, frisch gefä't, erzeugt, κυμα, Aesch. Eum. 629.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé ou répandu depuis peu.
Étymologie: νέος, σπείρω.

Russian (Dvoretsky)

νεόσπορος: вновь зачатый (κῦμα = κύημα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόσπορος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ σπαρείς, νεόσπαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 659.

Greek Monolingual

νεόσπορος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σπόρος.

Greek Monotonic

νεόσπορος: -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεό-σπορος, ον σπείρω
newly sown, fresh-sown, Aesch.

English (Woodhouse)

newly sown