ξυλομιγής

Revision as of 12:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ξυλομιγές, mixed with wood, Str.12.7.3.

German (Pape)

[Seite 281] ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλομιγής: -ές, ὁ μεμιγμένος μετὰ ξυλαρίων, Στράβ. 871.

Greek Monolingual

ξυλομιγής, -ές (Α)
αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -μιγής (< θ. μιγτον μείγνυμι), πρβλ. αργυρομιγής.