δικελλίτης

Revision as of 12:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

German (Pape)

ὁ, der mit der δίκελλα hacht od. gräbt, Luc. Tim. 8.

Russian (Dvoretsky)

δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].

Greek Monotonic

δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.

Middle Liddell

δῐκελλ¯ίτης, ου, n [from δίκελλα
a digger, Luc.