ὀζαίνομαι

Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= ὄζω, c. gen., σίτου Sophr.123.

Greek Monolingual

ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, -όομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζωὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.