ὀζαίνομαι

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζαίνομαι Medium diacritics: ὀζαίνομαι Low diacritics: οζαίνομαι Capitals: ΟΖΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ozaínomai Transliteration B: ozainomai Transliteration C: ozainomai Beta Code: o)zai/nomai

English (LSJ)

= ὄζω (smell), c. gen., σίτου Sophr.123.

Greek Monolingual

ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, οζαινόομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζωὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.