νεμητής

Revision as of 12:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νεμητοῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Poll.8.136.

German (Pape)

[Seite 239] ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.

Greek (Liddell-Scott)

νεμητής: -οῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Πολυδ. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.

Greek Monolingual

νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α)
1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση)].