σιφλόω

Revision as of 12:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

maim, cripple, Il.14.142.

German (Pape)

[Seite 887] verstümmeln, verletzen, übh. ins Unglück bringen, in Schmach, Schande stürzen, Il. 14, 142, κακοῦν, βλάπτειν, ἀφανίζειν übersetzt.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
estropier, mutiler.
Étymologie: σιφλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιφλόω kreupel maken.

Russian (Dvoretsky)

σιφλόω: увечить, поражать бессилием (τινα Hom.).

English (Autenrieth)

aor. opt. σιφλώσειεν: deform, ruin, Il. 14.142†.

Greek Monotonic

σιφλόω: μέλ. -ώσω, σακατεύω, ακρωτηριάζω, οδηγώ στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, εξασθενίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σιφλόω: ἀκρωτηριάζω, κολοβώνω, «σακατεύω», ἐμβάλλω τινὰ εἰς δυστυχίαν, Ἰλ. Ξ. 142, καὶ αὐτόθι ἴδε τὸν Heyn.˙ πρβλ. σιφλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιφλοῦν˙ αἰσχύνειν, πηροῦν, βλάπτειν», καὶ «σιφλῶσαι˙ ἀφανίσαι».

Middle Liddell

σιφλόω, fut. -ώσω [from σιφλός
to maim, cripple, bring to misery, Il.