Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Use adj., P. and V. χωλός, P. ἀνάπηρος.
Met., impair, disable: P. and V. βλάπτειν, κακοῦν.
be crippled: P. πηροῦσθαι, ἀναπηροῦσθαι, ἀποχωλοῦσθαι, χωλαίνειν, χωλεύεσθαι.