κεφαλών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5.
II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.).
III = capito, Glossaria.
Greek Monolingual
κεφαλών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός
2. το κεφαλωτόν, το φυτό πράσο
3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ων / -ώνος (πρβλ. πευκών, πυλών)].