συνυπόληψις

Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

late Dor. συνυπόλαμψις, εως, ἡ, support, relief, τᾶς πόλεως IG5(1).1146.21 (Gytheum, i B.C.).

Greek Monolingual

-ήψεως, και δωρ. τ. συνυπόλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α συνυπολαμβάνω
η ενέργεια του συνυπολαμβάνω, υποστήριξη, βοήθεια.