ἀναιμόσαρκος
English (LSJ)
ἀναιμόσαρκον, with bloodless flesh, of the cicada, Anacreont. 43.17.
Spanish (DGE)
-ον de carne sin sangre de la cigarra Anacreont.34.17.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀναιμόσαρκος: с бескровным телом, бескровный (τέττιξ Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιμόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ἄναιμον σάρκα, περὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνακρεόντ. 43. 17 (κατ’ ἄλλην γραφ. ἄναιμ’ ἄσαρκε).
Greek Monolingual
ἀναιμόσαρκος, -ον (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που έχει σάρκα άναιμη, δίχως αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναιμος + -σαρκος < σάρξ.