δύσοδος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

δύσοδον, hard to pass, scarce passable, Th.1.107, Poll.3.96.

Spanish (DGE)

-ον
casi impracticable, difícil de atravesar de montañas, Th.1.107, de una región, Str.17.1.54, πέτρα I.AI 15.347, ὁδός Poll.3.96, Malch.18.119, πόλις Poll.9.22
subst. τὸ δ. mal caminoἈννίβας ... δυσόδοις ἐνέτυχη D.C.Epit.8.25.3.

German (Pape)

[Seite 685] unwegsam, schwer zu passiren; Thuc. 1, 107; Poll. 3, 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'accès difficile, infranchissable.
Étymologie: δυσ-, ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

δύσοδος: непрохожий, непроезжий, бездорожный (ἡ Γερανία Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσοδος: -ον, δυσδιόδευτος, δύσβατος, Θουκ. 1. 107, Πολυδ. Γ΄, 96.

Greek Monolingual

δύσοδος, -ον (Α)
δύσβατος.

Greek Monotonic

δύσοδος: -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.

Middle Liddell

δύσ-οδος, ον
hard to pass, scarce passable, Thuc.