πνιγώδης

Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πνιγῶδες,
A choking, τὸ π. Diph.Siph. ap. Ath.2.61e; of places, stifling, Plu. Alex.77.
2 Pass., choked, stopped, φάρυγξ Hp.Prorrh.1.86; φωνή ib.87, v.l. in Coac.261.

German (Pape)

[Seite 641] ες, stickig, stickend heiß, Plut. Alex. 77 u. sonst; Ath., bei dem es II, 62 c auch tödtlich heißt.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui étouffe, qui suffoque.
Étymologie: πνῖγος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγώδης -ες [πνῖγος] verstikkend, verstikt.

Russian (Dvoretsky)

πνῑγώδης:
1 душащий, удушливый (ἆσθμα Plut.);
2 душный, знойный (ἀήρ, τόποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγώδης: -ες, (εἶδος) πνίγων, τὸ πνιγῶδες Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 61Ε· ἐπὶ θερμότητος, πνιγηρός, Πλουτ. Ἀλέξ. ἐν τέλ., 2) Παθ., πνιγώδης φάρυγξ 74Α· φωνὴ πνιγώδης κτλ., ἴδε Foës. Oecon.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πνίγος
1.αυτός που πνίγει
2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.)
3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.).