πνίγος

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
1. πνιγμός, πνιγμονή
2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.)
3. ένα από τα επτά μέρη της παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πνίγω.