ποικιλῳδός

Revision as of 11:06, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ποικιλῳδόν, of perplexed and juggling song, of the Sphinx. S.OT130.

German (Pape)

[Seite 651] von mannichfaltigem Gesange; von verworrenem, räthselhaftem, verfänglichem Gesange, wie die Sphinx, Soph. O. R. 130.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
aux chants souples, càd artificieux.
Étymologie: ποικίλος, ᾠδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλῳδός -όν [ποικίλος, ᾠδή] raadsels zingend.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλῳδός: искусно поющий, завлекающий своим пением (Σφίγξ Soph.).

Greek Monolingual

-όν, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγωδός].

Greek Monotonic

ποικῐλῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που τραγουδά περίπλοκο και αινιγματικό τραγούδι, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλῳδός: -όν, ὁ ποικίλην, περίπλοκον ᾠδὴν ᾄδων, αἰνιγματώδης, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Ο. Τ. 130.

Middle Liddell

ποικῐλ-ῳδός, όν [ᾠδή]
of perplexed and juggling song, Soph.

English (Woodhouse)

speaking in riddles