πεντάμετρος

Revision as of 21:24, 21 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, consisting of five measures or feet, ἔπη Poll.4.52: π. (sc. στίχος), ὁ, pentameter, Hermesian. 7.36: also neut. πεντάμετρον ἐλεγειακόν D.H.Comp.25, cf. Heph.6.2, etc.

German (Pape)

[Seite 556] von od. mit fünf Maaßen, Versfüßen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάμετρος: -ον, ὁ ἐκ πέντε μέτρων ἢ ποδῶν συνιστάμενος, ἔπη Πολυδ. Δ΄, 52· ὁ π. (ἐξυπ. στίχος) Ἑρμησιάναξ 5. 36, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάμετρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μέτρα ή από πέντε πόδες
2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάμετρος
(ενν. στίχος) (μετρ.) στίχος αποτελούμενος από πέντε μετρικούς πόδες, δηλαδή από δύο ημιστίχια, που περιλάμβαναν το καθένα δύο δακτύλους ή σπονδείους για το πρώτο μόνο ημιστίχιο, και μια τελευταία συλλαβή, που έπρεπε να είναι πάντοτε μακρά στο πρώτο του τμήμα, ενώ στο δεύτερο ήταν αδιάφορη, δηλ. μακρά ή βραχεία
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος πέντε μέτρα
2. φρ. «πεντάμετρος κανόνας»
(γεωδ.) όργανο που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για μετρήσεις μηκών ακριβείας ως βάση τριγωνομετρικού δικτύου ή πολυγωνομετρικών οδεύσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + μέτρον (πρβλ. εξάμετρος)].