γλαύκος

Revision as of 14:19, 25 October 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α γλαῦκος)
νεοελλ.
ονομασία γαστερόποδου με γλαυκό χρώμα
αρχ.
1. ψάρι με γλαυκό χρώμα
2. (φρ). «γλαύκου τέχνη» — μαγική τέχνη, μεγάλη ανακάλυψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το ψάρι γλαύκος πήρε αυτή την ονομασία από το χρώμα του].