ανακάλυψη

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνακάλυψις) ἀνακαλύπτω
νεοελλ.
ανεύρεση κάποιου άγνωστου μέχρι τώρα πράγματος μετά από αναζήτηση
αρχ.
ξεσκέπασμα, φανέρωμα.