ζῳοστάσιον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1144] τό, Tierstand, Stall, Eust. 531, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοστάσιον: τό, (ἵστημι) σταθμὸς ζῴων, σταῦλος, Εὐστ. 531. 17.
Greek Monolingual
ζωοστάσιον, τὸ (Μ)
τόπος όπου μένουν τα ζώα, σταθμός ζώων, στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -στάσιον (-στατός < ίστημι), πρβλ. βουστάσιον, χοιροστάσιον].