ἀπεριόριστος

Revision as of 09:54, 5 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀπεριόριστον,
A unlimited, infinite, Longin.16.1,44.6, Ph.1.187; ἐπιστήμαις ἀ. undefinable, Iamb.Comm.Math.7. Adv. ἀπεριορίστως Gal.7.469.
2 of poems in uniform metre, indefinite in length, Heph.Poëm.6.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1infinito, ilimitado, incircunscrito χωρίον Dion.Alex. en Eus.PE 14.23.2 (= Democr.A 43), πόλεμος Longin.44.6, τὸ πάντα διακριβοῦν ... ἀπεριόριστον Longin.16.1, ζωή Procl.in Cra.111.16, de Dios, sus dones y atributos ἀ. ... πλοῦτον αὑτοῦ Ph.1.187, cf. Corp.Herm.11.18, Basil.M.32.108B, δύναμις Dion.Ar.DN M.3.889D, εἰρήνη Basil.M.30.513B
subst. τὸ ἀπεριόριστον = infinitud Gr.Nyss.Eun.2.378.25.
2 indefinible (τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος) ἐπιστήμαις ἀπεριορίστων Iambl.Comm.Math.7
de poemas que no tiene un número definido de versos, Heph.Poëm.6.2.
II adv. ἀπεριορίστως = ilimitadamente ἀ. ἔχειν τὴν σύστασιν ἐν πλάτει Gal.7.469, οὐκ ἀ. προλέγει Eus.DE 3.2, cf. Dion.Ar.DN M.3.597A.

German (Pape)

[Seite 288] nicht umgrenzt, unbestimmt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεριόριστος: неопределенный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριόριστος: -ον, ὁ μὴ περιοριζόμενος, μὴ ἔχων ὡρισμένα ὅρια, ἀόριστος, Λογγῖν. 44, Φίλων 1. 187. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. 7. 469.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπεριόριστος, -ον)
αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος.